Dictionary of Greek. 2013.
γουβώνω — γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι … Dictionary of Greek